ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
Μπαζάκα, Θέμις — (Θεσσαλονίκη 1953 –). Ηθοποιός. Από τις πλέον εκφραστικές παρουσίες στο Θέατρο, την μικρή και την μεγάλη οθόνη έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία. Σπούδασε ενδυματολογία και μόδα στο Λονδίνο και το 1979 μπήκε στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου… … Dictionary of Greek
ενδυματολογικός, -ή — ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ενδυματολογία ή τον ενδυματολόγο (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυματολόγος — ο, η 1. ο ειδικός στην ενδυματολογία (βλ. λ.). 2. ο σχεδιαστής ενδυμασιών θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)